Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέκνωσις
ἀτέλεια
ἀτελειότης
ἀτελείωτος
ἀτελεσιούργητος
ἀτέλεστος
ἀτελεσφόρητος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτελώνητος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
View word page
ἀτελεύτητος
not brought to an end

ShortDef

not brought to an end

Debugging

Headword:
ἀτελεύτητος
Headword (normalized):
ἀτελεύτητος
Headword (normalized/stripped):
ατελευτητος
IDX:
14837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14838
Key:

Data

{'content': 'not brought to an end'}