Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτεκνέω
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέκνωσις
ἀτέλεια
ἀτελειότης
ἀτελείωτος
ἀτελεσιούργητος
ἀτέλεστος
ἀτελεσφόρητος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτελώνητος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
View word page
ἀτελεσφόρητος
not brought to accomphishment

ShortDef

not brought to accomphishment

Debugging

Headword:
ἀτελεσφόρητος
Headword (normalized):
ἀτελεσφόρητος
Headword (normalized/stripped):
ατελεσφορητος
IDX:
14836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14837
Key:

Data

{'content': 'not brought to accomphishment'}