Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερίοικος
ἀέριος
ἀερίτης
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδινής
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόθεν
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
View word page
ἀεροδόνητος
air-tossed, soaring

ShortDef

air-tossed, soaring

Debugging

Headword:
ἀεροδόνητος
Headword (normalized):
ἀεροδόνητος
Headword (normalized/stripped):
αεροδονητος
IDX:
1482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1483
Key:

Data

{'content': 'air-tossed, soaring'}