Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἇτε
ἅτε
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτέκμων
ἀτεκνέω
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέκνωσις
ἀτέλεια
ἀτελειότης
ἀτελείωτος
ἀτελεσιούργητος
View word page
ἀτέκμαρτος
not to be guessed, obscure, baffling

ShortDef

not to be guessed, obscure, baffling

Debugging

Headword:
ἀτέκμαρτος
Headword (normalized):
ἀτέκμαρτος
Headword (normalized/stripped):
ατεκμαρτος
IDX:
14824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14825
Key:

Data

{'content': 'not to be guessed, obscure, baffling'}