Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτασθαλία
ἀτασθαλίη
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἇτε
ἅτε
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτέκμων
ἀτεκνέω
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέκνωσις
ἀτέλεια
ἀτελειότης
View word page
ἀτειρής
not to be worn away, indestructible
ShortDef
not to be worn away, indestructible
Debugging
Headword:
ἀτειρής
Headword (normalized):
ἀτειρής
Headword (normalized/stripped):
ατειρης
IDX:
14822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14823
Key:
Data
{'content': 'not to be worn away, indestructible'}