Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτάρχυτος
ἀτασθαλία
ἀτασθαλίη
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἇτε
ἅτε
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτέκμων
ἀτεκνέω
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέκνωσις
ἀτέλεια
View word page
ἄτεγκτος
not to be wetted
ShortDef
not to be wetted
Debugging
Headword:
ἄτεγκτος
Headword (normalized):
ἄτεγκτος
Headword (normalized/stripped):
ατεγκτος
IDX:
14821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14822
Key:
Data
{'content': 'not to be wetted'}