Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀερίτης
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδινής
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόθεν
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερολέσχης
View word page
ἀεροβατικός
traversing air
ShortDef
traversing air
Debugging
Headword:
ἀεροβατικός
Headword (normalized):
ἀεροβατικός
Headword (normalized/stripped):
αεροβατικος
IDX:
1479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1480
Key:
Data
{'content': 'traversing air'}