Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
ἀταραχώδης
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρβομάχας
Ἀταργατῖς
ἀταρίχευτος
ἀτάρμυκτος
Ἀταρνεύς
ἀταρπός
View word page
ἀτάραχος
not disturbed, without confusion, steady
ShortDef
not disturbed, without confusion, steady
Debugging
Headword:
ἀτάραχος
Headword (normalized):
ἀτάραχος
Headword (normalized/stripped):
αταραχος
IDX:
14798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14799
Key:
Data
{'content': 'not disturbed, without confusion, steady'}