Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
ἀταραχώδης
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
View word page
ἀταπείνωτος
not humbled

ShortDef

not humbled

Debugging

Headword:
ἀταπείνωτος
Headword (normalized):
ἀταπείνωτος
Headword (normalized/stripped):
αταπεινωτος
IDX:
14792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14793
Key:

Data

{'content': 'not humbled'}