Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
ἀταραχώδης
ἀτάρβακτος
ἀταρβής
View word page
ἀτάομαι
to suffer greatly, be in dire distress
ShortDef
to suffer greatly, be in dire distress
Debugging
Headword:
ἀτάομαι
Headword (normalized):
ἀτάομαι
Headword (normalized/stripped):
αταομαι
IDX:
14791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14792
Key:
Data
{'content': 'to suffer greatly, be in dire distress'}