Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
ἀταραχώδης
ἀτάρβακτος
View word page
ἀταξία
want of discipline, disorderliness

ShortDef

want of discipline, disorderliness

Debugging

Headword:
ἀταξία
Headword (normalized):
ἀταξία
Headword (normalized/stripped):
αταξια
IDX:
14790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14791
Key:

Data

{'content': 'want of discipline, disorderliness'}