Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
ἀταραχώδης
View word page
ἀταμίευτος
that cannot be stored

ShortDef

that cannot be stored

Debugging

Headword:
ἀταμίευτος
Headword (normalized):
ἀταμίευτος
Headword (normalized/stripped):
αταμιευτος
IDX:
14789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14790
Key:

Data

{'content': 'that cannot be stored'}