Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
ἀτάραχος
View word page
ἀταλόψυχος
soft-hearted

ShortDef

soft-hearted

Debugging

Headword:
ἀταλόψυχος
Headword (normalized):
ἀταλόψυχος
Headword (normalized/stripped):
αταλοψυχος
IDX:
14788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14789
Key:

Data

{'content': 'soft-hearted'}