Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
ἀτάρακτος
ἀταραξία
View word page
ἀταλός
tender, delicate
ShortDef
tender, delicate
Debugging
Headword:
ἀταλός
Headword (normalized):
ἀταλός
Headword (normalized/stripped):
αταλος
IDX:
14787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14788
Key:
Data
{'content': 'tender, delicate'}