Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
ἀτάρ
ἀταρακτέω
ἀταρακτοποιησία
View word page
ἀτάλλω
to skip in childish glee, gambol

ShortDef

to skip in childish glee, gambol

Debugging

Headword:
ἀτάλλω
Headword (normalized):
ἀτάλλω
Headword (normalized/stripped):
αταλλω
IDX:
14785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14786
Key:

Data

{'content': 'to skip in childish glee, gambol'}