Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἄτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταμίευτος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀταπείνωτος
View word page
Ἀταλάντη
Atalante
ShortDef
Atalante
Debugging
Headword:
Ἀταλάντη
Headword (normalized):
ἀταλάντη
Headword (normalized/stripped):
αταλαντη
IDX:
14782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14783
Key:
Data
{'content': 'Atalante'}