Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀερίτης
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδινής
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόθεν
ἀεροκόραξ
View word page
ἀεροβατέω
to walk the air

ShortDef

to walk the air

Debugging

Headword:
ἀεροβατέω
Headword (normalized):
ἀεροβατέω
Headword (normalized/stripped):
αεροβατεω
IDX:
1477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1478
Key:

Data

{'content': 'to walk the air'}