Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἄτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
ἀταλός
ἀταλόψυχος
View word page
ἀτακτέω
to be undisciplined, disorderly
ShortDef
to be undisciplined, disorderly
Debugging
Headword:
ἀτακτέω
Headword (normalized):
ἀτακτέω
Headword (normalized/stripped):
ατακτεω
IDX:
14778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14779
Key:
Data
{'content': 'to be undisciplined, disorderly'}