Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἄτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
Ἀταλάντη
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἄταλμα
View word page
ἀταβυρίτης
loaf

ShortDef

loaf

Debugging

Headword:
ἀταβυρίτης
Headword (normalized):
ἀταβυρίτης
Headword (normalized/stripped):
αταβυριτης
IDX:
14776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14777
Key:

Data

{'content': 'loaf'}