Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
ἀσώματος
ἀσωματότης
ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἄτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
ἄτακτος
View word page
ἄσωστος
not to be saved, past recovery

ShortDef

not to be saved, past recovery

Debugging

Headword:
ἄσωστος
Headword (normalized):
ἄσωστος
Headword (normalized/stripped):
ασωστος
IDX:
14770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14771
Key:

Data

{'content': 'not to be saved, past recovery'}