Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
ἀσώματος
ἀσωματότης
ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἄτα
ἀταβυρίτης
ἀταγία
ἀτακτέω
ἀτάκτημα
View word page
Ἀσωπός
Asopus
ShortDef
Asopus
Debugging
Headword:
Ἀσωπός
Headword (normalized):
ἀσωπός
Headword (normalized/stripped):
ασωπος
IDX:
14769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14770
Key:
Data
{'content': 'Asopus'}