Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
ἀσώματος
ἀσωματότης
ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἄτα
ἀταβυρίτης
View word page
ἀσωματόω
demetallize

ShortDef

demetallize

Debugging

Headword:
ἀσωματόω
Headword (normalized):
ἀσωματόω
Headword (normalized/stripped):
ασωματοω
IDX:
14766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14767
Key:

Data

{'content': 'demetallize'}