Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
ἀσώματος
ἀσωματότης
ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
ἄσωστος
ἀσωτεῖον
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
View word page
ἀσώματος
unembodied, incorporeal

ShortDef

unembodied, incorporeal

Debugging

Headword:
ἀσώματος
Headword (normalized):
ἀσώματος
Headword (normalized/stripped):
ασωματος
IDX:
14764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14765
Key:

Data

{'content': 'unembodied, incorporeal'}