Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχιδής
ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
ἀσώματος
ἀσωματότης
ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
Ἀσώπιος
Ἀσωπός
View word page
ἀσχολία
an occupation, business, want of leisure

ShortDef

an occupation, business, want of leisure

Debugging

Headword:
ἀσχολία
Headword (normalized):
ἀσχολία
Headword (normalized/stripped):
ασχολια
IDX:
14759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14760
Key:

Data

{'content': 'an occupation, business, want of leisure'}