Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀερίτης
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδινής
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
View word page
ἄερκτος
unfenced, open
ShortDef
unfenced, open
Debugging
Headword:
ἄερκτος
Headword (normalized):
ἄερκτος
Headword (normalized/stripped):
αερκτος
IDX:
1475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1476
Key:
Data
{'content': 'unfenced, open'}