Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσχέδωρος
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχιδής
ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
ἀσώματος
ἀσωματότης
ἀσωματόω
Ἀσωπίδες
View word page
ἀσχολέω
to engage, occupy
ShortDef
to engage, occupy
Debugging
Headword:
ἀσχολέω
Headword (normalized):
ἀσχολέω
Headword (normalized/stripped):
ασχολεω
IDX:
14757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14758
Key:
Data
{'content': 'to engage, occupy'}