Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχαστος
ἀσχέδωρος
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχιδής
ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώδης
ἀσωματία
View word page
ἀσχιδής
uncloven, undivided

ShortDef

uncloven, undivided

Debugging

Headword:
ἀσχιδής
Headword (normalized):
ἀσχιδής
Headword (normalized/stripped):
ασχιδης
IDX:
14753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14754
Key:

Data

{'content': 'uncloven, undivided'}