Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχαστος
ἀσχέδωρος
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχιδής
ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
View word page
ἀσχημοσύνη
want of form, ungracefulness
ShortDef
want of form, ungracefulness
Debugging
Headword:
ἀσχημοσύνη
Headword (normalized):
ἀσχημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ασχημοσυνη
IDX:
14751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14752
Key:
Data
{'content': 'want of form, ungracefulness'}