Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχαστος
ἀσχέδωρος
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχιδής
ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
ἀσχοληματικός
ἀσχολία
View word page
ἀσχημάτιστος
without form
ShortDef
without form
Debugging
Headword:
ἀσχημάτιστος
Headword (normalized):
ἀσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ασχηματιστος
IDX:
14749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14750
Key:
Data
{'content': 'without form'}