Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχαστος
ἀσχέδωρος
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχιδής
ἀσχίον
ἀσχιστόπους
ἄσχιστος
ἀσχολέω
View word page
ἀσχέδωρος
wild boar
ShortDef
wild boar
Debugging
Headword:
ἀσχέδωρος
Headword (normalized):
ἀσχέδωρος
Headword (normalized/stripped):
ασχεδωρος
IDX:
14747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14748
Key:
Data
{'content': 'wild boar'}