Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχαστος
ἀσχέδωρος
ἄσχετος
View word page
ἀσφράγιστος
not sealed
ShortDef
not sealed
Debugging
Headword:
ἀσφράγιστος
Headword (normalized):
ἀσφράγιστος
Headword (normalized/stripped):
ασφραγιστος
IDX:
14738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14739
Key:
Data
{'content': 'not sealed'}