Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχαστος
View word page
ἀσφόδελος
asphodel, king's-spear

ShortDef

asphodel, king's-spear

Debugging

Headword:
ἀσφόδελος
Headword (normalized):
ἀσφόδελος
Headword (normalized/stripped):
ασφοδελος
IDX:
14736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14737
Key:

Data

{'content': "asphodel, king's-spear"}