Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
View word page
ἀσφοδελός
asphodel
ShortDef
asphodel
Debugging
Headword:
ἀσφοδελός
Headword (normalized):
ἀσφοδελός
Headword (normalized/stripped):
ασφοδελος
IDX:
14735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14736
Key:
Data
{'content': 'asphodel'}