Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
ἀσχαλάω
View word page
ἀσφοδέλινος
of asphodel
ShortDef
of asphodel
Debugging
Headword:
ἀσφοδέλινος
Headword (normalized):
ἀσφοδέλινος
Headword (normalized/stripped):
ασφοδελινος
IDX:
14734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14735
Key:
Data
{'content': 'of asphodel'}