Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
ἀσφυξία
ἀσχαδής
View word page
ἄσφιγκτος
not tightly bound, loose

ShortDef

not tightly bound, loose

Debugging

Headword:
ἄσφιγκτος
Headword (normalized):
ἄσφιγκτος
Headword (normalized/stripped):
ασφιγκτος
IDX:
14733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14734
Key:

Data

{'content': 'not tightly bound, loose'}