Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
ἄσφυκτος
View word page
ἀσφάραγος2
asparagus

ShortDef

the throat, gullet
asparagus

Debugging

Headword:
ἀσφάραγος2
Headword (normalized):
ἀσφάραγος
Headword (normalized/stripped):
ασφαραγος2
IDX:
14731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14732
Key:

Data

{'content': 'asparagus'}