Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
ἀσφυγμία
ἀσφυκτέω
View word page
ἀσφάραγος
the throat, gullet

ShortDef

the throat, gullet
asparagus

Debugging

Headword:
ἀσφάραγος
Headword (normalized):
ἀσφάραγος
Headword (normalized/stripped):
ασφαραγος
IDX:
14730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14731
Key:

Data

{'content': 'the throat, gullet'}