Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀερίτης
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδινής
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
View word page
ἀερίοικος
dwelling in air
ShortDef
dwelling in air
Debugging
Headword:
ἀερίοικος
Headword (normalized):
ἀερίοικος
Headword (normalized/stripped):
αεριοικος
IDX:
1472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1473
Key:
Data
{'content': 'dwelling in air'}