Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
ἀσφοδελώδης
ἀσφράγιστος
View word page
ἀσφαραγέω
to resound, clang

ShortDef

to resound, clang

Debugging

Headword:
ἀσφαραγέω
Headword (normalized):
ἀσφαραγέω
Headword (normalized/stripped):
ασφαραγεω
IDX:
14728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14729
Key:

Data

{'content': 'to resound, clang'}