Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
ἀσφόδελος
View word page
ἀσφαλτώδης
full of or like asphalt

ShortDef

full of or like asphalt

Debugging

Headword:
ἀσφαλτώδης
Headword (normalized):
ἀσφαλτώδης
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτωδης
IDX:
14726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14727
Key:

Data

{'content': 'full of or like asphalt'}