Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδελός
View word page
ἀσφαλτωδεύομαι
to be soaked in pitch

ShortDef

to be soaked in pitch

Debugging

Headword:
ἀσφαλτωδεύομαι
Headword (normalized):
ἀσφαλτωδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτωδευομαι
IDX:
14725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14726
Key:

Data

{'content': 'to be soaked in pitch'}