Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
ἀσφοδέλινος
View word page
ἀσφαλτόω
smear with pitch
ShortDef
smear with pitch
Debugging
Headword:
ἀσφαλτόω
Headword (normalized):
ἀσφαλτόω
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτοω
IDX:
14724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14725
Key:
Data
{'content': 'smear with pitch'}