Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
ἄσφιγκτος
View word page
ἀσφαλτοφόρος
producing bitumen

ShortDef

producing bitumen

Debugging

Headword:
ἀσφαλτοφόρος
Headword (normalized):
ἀσφαλτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτοφορος
IDX:
14723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14724
Key:

Data

{'content': 'producing bitumen'}