Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφαραγωνία
View word page
ἄσφαλτος
asphalt, bitumen

ShortDef

asphalt, bitumen

Debugging

Headword:
ἄσφαλτος
Headword (normalized):
ἄσφαλτος
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτος
IDX:
14722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14723
Key:

Data

{'content': 'asphalt, bitumen'}