Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
View word page
ἀσφαλτῖτις
of asphalt, bituminous

ShortDef

of asphalt, bituminous

Debugging

Headword:
ἀσφαλτῖτις
Headword (normalized):
ἀσφαλτῖτις
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτιτις
IDX:
14721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14722
Key:

Data

{'content': 'of asphalt, bituminous'}