Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
ἀσφαλών
ἀσφαραγέω
ἀσφαραγία
ἀσφάραγος
View word page
ἀσφαλτίτης
bituminous
ShortDef
bituminous
Debugging
Headword:
ἀσφαλτίτης
Headword (normalized):
ἀσφαλτίτης
Headword (normalized/stripped):
ασφαλτιτης
IDX:
14720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14721
Key:
Data
{'content': 'bituminous'}