Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
ἀσφαλτώδης
View word page
ἀσφαλός
bird
ShortDef
bird
Debugging
Headword:
ἀσφαλός
Headword (normalized):
ἀσφαλός
Headword (normalized/stripped):
ασφαλος
IDX:
14716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14717
Key:
Data
{'content': 'bird'}