Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
ἀσφαλτωδεύομαι
View word page
Ἀσφαλίων
Asphalion
ShortDef
Asphalion
Debugging
Headword:
Ἀσφαλίων
Headword (normalized):
ἀσφαλίων
Headword (normalized/stripped):
ασφαλιων
IDX:
14715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14716
Key:
Data
{'content': 'Asphalion'}