Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
ἀσφαλτόω
View word page
ἀσφαλιστός
made secure

ShortDef

made secure

Debugging

Headword:
ἀσφαλιστός
Headword (normalized):
ἀσφαλιστός
Headword (normalized/stripped):
ασφαλιστος
IDX:
14714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14715
Key:

Data

{'content': 'made secure'}