Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος
ἀσφαλτοφόρος
View word page
ἀσφάλισμα
pledge, security
ShortDef
pledge, security
Debugging
Headword:
ἀσφάλισμα
Headword (normalized):
ἀσφάλισμα
Headword (normalized/stripped):
ασφαλισμα
IDX:
14713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14714
Key:
Data
{'content': 'pledge, security'}